- μάργα
- Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από ασβεστόλιθο και άργιλο. Η επιφάνειά της είναι αλαμπής και κογχοειδής, ενώ η υφή της είναι γενικά ανώμαλη. Έχει λιπαρή αφή, θρυμματίζεται αν εκτεθεί στον αέρα και παρουσιάζει όλα τα χρώματα από το μαύρο έως το λευκό. Η σχετική αναλογία μεταξύ ανθρακικών και αργιλικών συστατικών παρουσιάζει διαφορές, αλλά γενικά ως μ. θεωρούνται τα πετρώματα που περιέχουν 30-90% ανθρακικό ασβέστιο και αντίστοιχα 70 ή 10% αργιλικά σωματίδια. Οι μ. διακρίνονται σε ασβεστολιθικές, αργιλώδεις, πυριτικές, μαγνησιούχες, γυψούχες, μαρμαρυγιακές, δολομιτικές κ.ά. Η μ. αναβράζει με την επίδραση οξέων και δημιουργεί πολτό σε ανάμειξη με νερό. Αποτελεί ασβεστολιθικό λίπασμα και η αξία της ως τέτοιο υλικό εξαρτάται από την ταχύτητα με την οποία θρυμματίζεται. Έχουν μεγάλη διάδοση στη φύση και βρίσκονται σε όλα τα γεωλογικά συστήματα από τον προτεροζωικό αιώνα (2,5 δις χρόνια πριν) και έπειτα. Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων μ. γίνεται με επιφανειακή εξόρυξη ή μέσα από φρέατα. Στην Ελλάδα οι μ. καταλαμβάνουν μεγάλες εκτάσεις, με θαλάσσια ή λιμναία προέλευση (όπως στις παραλιακές περιοχές της Πελοποννήσου). Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη για την παραγωγή μερικών ειδών τσιμέντου.
* * *και μάργη, η(πετρογρ.) γαιώδες μίγμα από λεπτόκκοκα ορυκτά.
Dictionary of Greek. 2013.